ανθοφορία

ανθοφορία
η цветение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανθοφορία" в других словарях:

  • ανθοφορία — η (Μ ἀνθοφορία) η άνθηση φυτού ή γενικά των φυτών, το να παράγουν άνθη νεοελλ. 1. η εποχή της άνθησης 2. το να κρατά κάποιος άνθη για μια τελετή …   Dictionary of Greek

  • ανθοφορία — η η άνθηση του φυτού: Είχε αρχίσει η ανθοφορία των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοσχομπίζελο — Κοινή ονομασία του ετήσιου δικοτυλήδονου φυτού Lathyrus nissolia, της οικογένειας των ψυχανθών. Το μ. έχει μακρύ, λεπτό, συχνά αναρριχώμενο βλαστό, που μπορεί να ξεπερνά το 1,50 μ. σε ύψος. Τα φύλλα του είναι σύνθετα και καταλήγουν σε έλικες, με… …   Dictionary of Greek

  • Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • κουτσουπιά — Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο της οικογένειας των φαβιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Cercis siliquastrum. Πρόκειται για πολυετές φυτό με αργή ανάπτυξη, που φθάνει σε ύψος τα 5 9 μ. Έχει ανώμαλη και αραιή κώμη, με κυρτές… …   Dictionary of Greek

  • πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… …   Dictionary of Greek

  • πλουμπάγγο — Ημιαναρριχώμενος θάμνος της οικογένειας των πλουμβαγινιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Λέγεται και μολύβδαινα. Έχει φύλλα γλαυκόχροα, ωοειδή ή αντωοειδή, με μικρό μίσχο και άνθη κυανίζοντα ή μολυβιά, με στεφάνη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άνθισμα — το (Α ἄνθισμα) νεοελλ. 1. άνθηση, ανθοφορία 2. αρρώστια του κρασιού αρχ. ρούχο πολύχρωμο και ζωηρό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»